- Δαμασκηνά
- ΔαμασκηνόνDamascus-plumneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαμασκηνά — Πολυτελή αντικείμενα, όπλα και σκεύη, οικιακής χρήσης και μουσουλμανικής έμπνευσης, από τη Δαμασκό της Συρίας. Βλ. λ. δαμασκήνωση … Dictionary of Greek
δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
αβραμυλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας. Στην περιοχή ευδοκιμούν πολύ τα δαμάσκηνα.Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χρυσούπολης. * * * η Βοτ. η αγριοδαμασκηνιά Prunus institia γνωστή επίσης και με τις… … Dictionary of Greek
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
δαμάσκο — Ύφασμα γυαλιστερό και λείο που κατασκευάζεται συνήθως με μεταξωτές κλωστές. Το σχέδιο, που δίνεται με την ύφανση και όχι με το χρώμα, επιτυγχάνεται από την αντίθεση ανάμεσα στο στημόνι και στο υφάδι, που προκαλείται με την αντανάκλαση του φωτός… … Dictionary of Greek
δαμασκήνωση — Τεχνική διακόσμησης χάλκινων, ορειχάλκινων ή ατσάλινων αντικειμένων με ένθετα, συνήθως πολύτιμα, μέταλλα (χρυσό, άργυρο κ.ά.) διαφορετικού χρώματος. Αφού σχεδιαστούν στην επιφάνεια του αντικειμένου τα μοτίβα, χαράζονται με αιχμηρό εργαλείο ή με… … Dictionary of Greek
δαμασκηνάτος — η, ο 1. ό,τι μοιάζει με δαμάσκηνο («ελιές δαμασκηνάτες») 2. (για φαγητά) ο παρασκευασμένος με δαμάσκηνα 3. το ουδ. ως ουσ. δαμασκηνάτο αποξηραμένος πολτός δαμάσκηνων … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
κυανιδίνη — η χημ. κοινή ονομασία μιας ανθοκυανιδίνης, χρωστικής ύλης που απαντά στα κόκκινα τριαντάφυλλα, στα άνθη τού κυάνου, στα δαμάσκηνα και στα μούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyanidin < cyan (< κυανός) + idin] … Dictionary of Greek